μικροτάτων

μικροτάτων
μῑκροτάτων , μικρός
small
fem gen superl pl
μῑκροτάτων , μικρός
small
masc/neut gen superl pl
μῑκροτάτων , σμικρός
small
fem gen superl pl
μῑκροτάτων , σμικρός
small
masc/neut gen superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… …   Dictionary of Greek

  • σπισύλη — η, Ν ζωολ. γένος μικρότατων θαλάσσιων ελασματοβραγχίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. spisula, πιθ. από το όν. τού J. Β. von Spix, Γερμανού ζωολόγου] …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

  • φυμάτιο — Η στοιχειώδης παθολογική και ανατομική βλάβη της φυματίωσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πριν από την ανακάλυψη του βάκιλλου του Κοχ (βακτηρίδιο της φυματίωσης), για να χαρακτηρίσει ειδικότερα τη φυματίωση ιστολογικής βλάβης. Το φ. είναι παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • χαιτονωτοειδή — τα, Ν ζωολ. τάξη μικρότατων υδρόβιων σκωλήκων που ανήκει στο φύλο γαστρότριχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaetonotoidea] …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”